πρωτοβάζω

πρωτοβάζω
(αόρ. πρωτόβαλα) μετ.
1) впервые класть, ставить;

πρωτοβάζω στο στόμα — впервые взять в рот, впервые попробовать (что-л.);

2) впервые надевать, начинать носить (какую-л. вещь);

πρωτοβάζω ρεμπούμπλικα — впервые надевать шляпу


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρωτοβάζω" в других словарях:

  • πρωτοβάζω — και πρωτοβάνω Ν 1. τοποθετώ ή βάζω κάτι κάπου για πρώτη φορά 2. φορώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβάζω — πρωτόβαλα, πρωτοβάλθηκα, πρωτοβαλμένος, βάζω, φορώ για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτόβαλα χοντρά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβάνω — Ν βλ. πρωτοβάζω …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβάζω] αυτός που τοποθετείται κάπου για πρώτη φορά ή αυτός που φοριέται για πρώτη φορά («πρωτόβαλτο φουστάνι») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»