πρωτοβάζω — και πρωτοβάνω Ν 1. τοποθετώ ή βάζω κάτι κάπου για πρώτη φορά 2. φορώ κάτι πρώτος ή για πρώτη φορά … Dictionary of Greek
πρωτοβάζω — πρωτόβαλα, πρωτοβάλθηκα, πρωτοβαλμένος, βάζω, φορώ για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτόβαλα χοντρά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρωτοβάνω — Ν βλ. πρωτοβάζω … Dictionary of Greek
πρωτόβαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβάζω] αυτός που τοποθετείται κάπου για πρώτη φορά ή αυτός που φοριέται για πρώτη φορά («πρωτόβαλτο φουστάνι») … Dictionary of Greek